μοιασίδι

μοιασίδι
το
1. χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο μοιάζουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα («τα μοιασίδια τού προσώπου»)
2. ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μοιασ-ίδι < θ. μοιάσ- τού μοιάζω + κατάλ. -ίδι (πρβλ. βρισ-ίδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιασίδι — το ιού, η ομοιότητα, το μοιάσιμο: Τα μοιασίδια στη συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιάσιμο — το, ατος η ομοιότητα, το μοιασίδι: Το μοιάσιμο ανάμεσα σε όλα τα αδέρφια είναι εντυπωσιακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”